- μονοκούκ(κ)ι
- επίρρ. :
ψηφίζω μονοκούκ(κ)ι — голосовать за кандидата или кандидатов одного блока;
ψηφίζομαι μονοκούκ(κ)ι — или παίρνω όλους τούς ψήφους μονοκούκ(κ)ι — избираться единогласно
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ψηφίζω μονοκούκ(κ)ι — голосовать за кандидата или кандидатов одного блока;
ψηφίζομαι μονοκούκ(κ)ι — или παίρνω όλους τούς ψήφους μονοκούκ(κ)ι — избираться единогласно
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
μονοκούκ(κ)ι — επίρ. φρ. «ψηφίζω μονοκούκ(κ)ι» δίνω ψήφω προτίμησης σε ένα μόνο άτομο από ολόκληρο συνδυασμό ή ψηφίζω όλους τους υποψηφίους ενός συνδυασμού. [ΕΤΥΜΟΛ. < μον(ο) * + κουκ(κ)ί] … Dictionary of Greek